ὑψιμέδων

ὑψιμέδων
ὑψῐμέδων
1 ruling on high met.

παρὰ μὲν ὑψιμέδοντι Παρνασσῷ N. 2.19


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑψιμέδων — ruling on high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υψιμέδων — οντος, ὁ, θηλ. ύψιμέδουσα, Α 1. (για τον Δία) αυτός που κυβερνά, που βασιλεύει στα ύψη («ὑψιμέδοντα... θεῶν Ζῆνα», Αριστοφ.) 2. μτφ. (για βουνό) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + μέδων «κυρίαρχος» (πρβλ. λαο μέδων)] …   Dictionary of Greek

  • ὑψιμέδοντα — ὑψιμέδων ruling on high masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντες — ὑψιμέδων ruling on high masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντι — ὑψιμέδων ruling on high masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑψιμέδοντος — ὑψιμέδων ruling on high masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”